Ακατάβλητος στον κόπο, απτόητος στις αναποδιές
Δεκαοκτώ Μαρτίου 1936. Ημέρα του θανάτου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σ’ όλη μου τη ζωή θα θυμάμαι αυτό το θλιβερό γεγονός, που το έζησα σ’ όλο το τραγικό μεγαλείο του.
Τον Βενιζέλο τον πρωτογνώρισα από ένα θούριο που τραγουδούσαμε παιδιά στην πατρίδα μου, τη Σμύρνη: «Βενιζέλε μας, πατέρα της πατρίδας, Βενιζέλε μας, πατέρα της φυλής…»
1928, ιδιωτική εκδρομή του Βενιζέλου στο Γαλαξίδι
Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί έζησα από κοντά αυτόν τον θρύλο. Νεαρός πρόσφυγας, έφτασα κατατρεγμένος στην Αθήνα, με μοναδικό μου εφόδιο μια φωτογραφική μηχανή. Το μόνο που ήξερα ήταν να βγάζω ερασιτεχνικές φωτογραφίες. Τι άλλο να έκανα για να ζήσω; Έγινα, λοιπόν, κυνηγός ειδήσεων.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαζί με το γιο του Σοφοκλή στο παλαιό σπίτι τους, στις Μουρνιές
Όταν άρχισε η «χρυσή εποχή» του Βενιζέλου, εργαζόμουν πια σαν επαγγελματίας στον εκδοτικό Οργανισμό Λαμπράκη («Ελεύθερον Βήμα», «Νέα», «Οικονομικός Ταχυδρόμος»). Ήμουν ένα «Βενιζελόμουτρο», όπως μ’ έλεγε αργότερα ο Μανιαδάκης, υπουργός Ασφαλείας της δικτατορίας Μεταξά.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.3.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Την πρώτη φωτογραφία του Βενιζέλου την έβγαλα το 1927 στο «Πτι Παλαί» —την σημερινή ιταλική πρεσβεία— για λογαριασμό των «Νέων». Το τρακ μου ήταν απερίγραπτο. Πώς θα αντίκρυζα τον δημιουργό τόσων εθνικών θριάμβων; Κυριολεκτικά έτρεμα, εγώ, που είχα φωτογραφήσει ακόμη και εκτέλεση ληστών. Φαίνεται ότι κατάλαβε τη θέση μου και μου είπε:
— Του «Ελευθέρου Βήματος» είσαι παιδί μου; Τι θέλεις;
— Να, θα ’θελα να βγείτε στο μπαλκόνι, τόλμησα να πω.
— Εγώ είμαι έτοιμος, απάντησε, ετοιμάσου εσύ.
Με ενθάρρυνε όπως πάντοτε και μετά έγινα η φωτογραφική σκιά του.
Ο Βενιζέλος παρών σε εκδήλωση των ενόπλων δυνάμεων
Το ίδιο έγινε και στην Άγκυρα, το ’30, στην παρέλαση του Νουρεντίν, που το ’22 μας είχε πετάξει στην θάλασσα, στην καταστροφή της πατρίδας μας. Πόσο με ενθάρρυνε τότε! Ήμουν ένα ράκος καθώς στεκόμουνα κάτω από την εξέδρα, εμπρός στον Κεμάλ. Λίγο πιο χαμηλά καθόταν ο Βενιζέλος. Χωρίς να μου μιλήσει, μου έγνεψε να έχω θάρρος, υπομονή, κουράγιο. Φορούσε για πρώτη φορά μαύρα γυαλιά. Φοβόταν, άραγε, μην τον προδώσει κανένα πικρό δάκρυ; Εγώ ένιωθα ένα κόμπο να μου πνίγει τον λαιμό.
Τα Χανιά κι’ ο Μιναρές. Και τι δεν μου θυμίζουν! Εδώ με γλύτωσε ο Βενιζέλος από τον Πολύμερο Μοσχοβίτη, που σαν διευθυντής των «Νέων» με κατηγορούσε πως, στις τελευταίες εκλογές στα Χανιά, έστειλα στην εφημερίδα παλιές φωτογραφίες, τραβηγμένες από τις προηγούμενες εκλογές του 1928.
Θυμάμαι ότι τρώγαμε επτά άτομα σ’ ένα τραπέζι, με επικεφαλής τον Βενιζέλο. Με είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας και δεν ήξερα τι να πω για να αποδείξω πως είχα δίκιο. Όπου ξαφνικά ο Βενιζέλος λέει:
— Φίλτατε, αν δεν κάνω λάθος, συζητάτε για το σημερινό φύλλο των «Νέων». (Εφημερίδα μπροστά μας δεν είχαμε.) Λέτε για το επτάστηλο και για την πρώτη φωτογραφία αριστερά, ότι είναι των προηγουμένων εκλογών.
Στιγμιότυπο από προεκλογική εκστρατεία στη Μακεδονία
Έπειτα στράφηκε στον Μοσχοβίτη και πρόσθεσε:
— Λοιπόν φίλτατε κ. Μοσχοβίτη, αν κοιτάξετε, θα δείτε επάνω στο Μιναρέ μια διαφήμιση Παπαστράτου. Και Παπαστράτος το ’28 δεν υπήρχε.
Εγώ μπόρεσα και είπα μόνο ένα ευχαριστώ.
Σαν σκόρπιες εικόνες μού έρχονται οι αναμνήσεις από τη γνωριμία μου με τον μεγάλο ηγέτη, τον άνθρωπο με την μεγάλη καρδιά. Στο κρασί δεν έλεγε όχι και αγαπούσε, σαν γνήσιος Κρητικός, τις μαντινάδες. Ο Μανώλης Περάκης, ο χωροφύλακας της ασφάλειάς του, είχε πάντα μαζί του, αντί για όπλο, την κρητική του λύρα κι’ έπαιζε ριζίτικα, που τόσο άρεσαν στον Βενιζέλο.
Θυμάμαι, κάποτε, σε μια προεκλογική εκστρατεία, φτάσαμε στη Θεσσαλία, σ’ ένα χάνι, που δεν είχε τίποτα για φαγητό, εκτός από ένα κουβάρι χταπόδια, μισοφαγωμένα από τις μύγες. Τα μούσκεψαν, τα έβρασαν και μας τα σέρβιραν. Μαζί μας είχαμε τον λόρδο και τη λαίδη Κρώσφηλντ. Ο Βενιζέλος άρχισε να τρώει πρώτος και ο λόρδος τον ρώτησε τι ήταν «αυτό το πράγμα που έτρωγε».
«Καουτσούκ» τού απάντησε γελώντας ο Βενιζέλος.
Μαζί με τη σύζυγό του, Έλενα, σε εκδήλωση στο Παναθηναϊκό Στάδιο
Στον κόπο ήταν ακατάβλητος και στις αναποδιές απτόητος. Δεν θυμάμαι να τον είδα ποτέ ατημέλητο, θυμωμένο, δύστροπο.
1930, άφιξη του Βενιζέλου στην Άγκυρα
Στους λόγους του ήταν άφθαστος, και γινόταν τρομερός όταν τον διέκοπταν. Θυμάμαι μια φορά, στη Λάρισα, κάποιος τον διέκοψε από το ακροατήριο. Ο Βενιζέλος μιλούσε για τα αποξηραντικά έργα, με τα οποία, όπως είναι γνωστό, αποδόθηκαν 3.000.000 στρέμματα γης στην καλλιέργεια και μ’ αυτά έγινε η πρώτη αγροτική αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών. Ο Βενιζέλος άφησε τα χειρόγραφα, στράφηκε προς τον άνθρωπο που τον διέκοψε και είπε:
— Άκουσε, νέε μου. Σε αποκαλώ «νέε μου», γιατί έχεις λιγότερα από τα μισά μου χρόνια. Εγώ, στην ηλικία που βρίσκομαι, πιστεύω να δω την πραγματοποίηση αυτών των έργων. Πρέπει να κάνουμε κάτι καλύτερο για τα παιδιά μας. Αν χάσεις την πίστη σου, χάθηκες!
Πρόσεξα ότι στο τέλος του λόγου ο «νέος» είχε τραβηχτεί σε μια γωνιά και χειροκροτούσε περισσότερο απ’ όλους τους άλλους.
Τέτοιος ήταν ο μεγάλος ηγέτης, ο ακούραστος αγωνιστής. Ήταν πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά.
Πληροφορηθήκαμε τον θάνατό του στην Αθήνα. Για μένα, όμως, ο Βενιζέλος δεν είχε γεράσει, δεν είχε πεθάνει. Αλλά τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο Ζορμπάς, ο αλύγιστος, ο άφοβος, ο αίγαγρος της Κρήτης, αυτή η περήφανη δρυς του Θέρισου, είχε φύγει για πάντα.
Μόλις πληροφορηθήκαμε την είδηση, φύγαμε μαζί με τον δημοσιογράφο κ. Παύλο Παλαιολόγο για το Πρίντεζι, για να συνοδεύσουμε τη σορό του στην Ελλάδα.
Μπήκαμε στο πολεμικό «Παύλος Κουντουριώτης», που θα μετέφερε τον νεκρό από την Ιταλία στην Αθήνα.
Προεκλογική ομιλία του Βενιζέλου στη Μακεδονία
Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω εκείνο το μουντό πρωινό, όταν το πολεμικό μπήκε στον ισθμό της Κορίνθου. Οι δυο όχθες του ήταν γεμάτες κόσμο. Πρόσφυγες απ’ όλα τα μέρη είχαν συγκεντρωθεί εκεί, όταν πληροφορήθηκαν ότι το πλοίο δεν θα προσέγγιζε στον Πειραιά. Ξενύχτησαν εκεί, μαυροφορεμένοι, δακρυσμένοι, ορφανεμένοι. Καμιά αρχαία τραγωδία δεν έχει αποδώσει τέτοιες τραγικές φιγούρες. Με λάβαρα και εικονίσματα, που είχαν φέρει από τον τόπο τους, κρατώντας κεριά και προσευχόμενοι, έραιναν με λουλούδια τον ισθμό. Όλη η θάλασσα είχε γεμίσει άνθη.
Οι πρόσφυγες ήρθαν να αποχαιρετίσουν τον προστάτη τους, τον άνθρωπο που με τόσες θυσίες τούς χάρισε, έστω και για λίγο, την απελευθέρωση των πατρίδων τους. Κι’ όταν έσβησαν τα όνειρά τους, ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν, δεν τον πρόδωσαν, δεν λιγοψύχησαν.
Απόδοση τιμών ενώπιον της σορού του Βενιζέλου στο Παρίσι
Μέσα στην απόλυτη νεκρική σιγή, ο Βενιζέλος περνούσε από τη Ζωή στην Αθανασία, περνούσε στην Ιστορία.
Το πλοίο τράβηξε για τα Χανιά. Η Κρήτη θα δεχόταν στη γη της το μεγάλο τέκνο της. Στην προκυμαία περίμεναν όλη τη νύχτα βρακοφόροι Κρητικοί, με μαύρα κρέπια στο κεφάλι. Βλοσυροί, αμίλητοι, ξέζεψαν τα άλογα της άμαξας που μετέφερε το φέρετρο, για να μεταφέρουν οι ίδιοι τη σορό του Βενιζέλου.
Χάροντα μην παινεύεσαι
που πήρες αντρειωμένο
τον βρήκες εις την ξενητειά
ξαρμάτωτο και πληγωμένο.
Έτσι τον τραγούδησε εκείνη την ημέρα η Λαϊκή Μούσα.
Κρητικοί με μαύρα μαντίλια μεταφέρουν τη σορό του Βενιζέλου
Στα Χανιά, την ημέρα της κηδείας, είχαν έλθει δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, κινηματογραφιστές απ’ όλο τον κόσμο.
Είχαν βγάλει και τα πράγματά μας έξω στο λιμεναρχείο. Όλοι ήμασταν συγκεντρωμένοι στο λιμάνι. Παρακολουθούσαμε ο ένας τον άλλον. Κανένα άλλο μέσον επιστροφής δεν υπήρχε εκτός από τα πλοία που θα έφθαναν το πρωί στον Πειραιά. Ήμασταν σαν λιοντάρια στο κλουβί. Είχα μάθει ότι ο Διάδοχος, που είχε έλθει για να παρακολουθήσει την κηδεία, θα επέστρεφε με πολεμικό στον Πειραιά.
— Παιδιά, φώναξα στους συναδέλφους, έχετε τον νου σας! Αφήνω την βαλίτσα και τις μηχανές. Πάω να πάρω κάτι κι’ έφτασα.
Τρέχω στην άκρη του λιμανιού, παίρνω μια βάρκα, κρύβω τα φιλμ στον κόρφο μου κι’ ανεβαίνω στο πλοίο, λέγοντας ότι κάτι ξέχασα στην καμπίνα μου.
Κρύβομαι και δεν βγαίνω έξω παρά μόνο όταν το πολεμικό είχε απομακρυνθεί αρκετά από την Κρήτη. Όταν με ανακάλυψαν, ήθελαν να με ρίξουν στην θάλασσα.
— Πώς βρέθηκες εσύ εδώ, τι θα σε κάνουμε, ρωτούσαν.
Σε λίγο ο Διάδοχος θα έκανε επιθεώρηση στο πλοίο.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.3.1976, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Με έκρυψαν σε ένα μπαούλο, κι’ όταν τέλειωσε η επιθεώρηση βγήκα δειλά-δειλά από την κρυψώνα μου και ζήτησα να τηλεγραφήσω στην εφημερίδα μου ότι φθάνω και να με περιμένουν.
Έτσι, το πρωί, όταν οι άλλοι συνάδελφοι έφθαναν στον Πειραιά, άκουσαν έκπληκτοι τους εφημεριδοπώλες να διαλαλούν το «Ελεύθερον Βήμα», που είχε τις πρώτες φωτογραφίες από την κηδεία του Βενιζέλου στην Κρήτη.
*Όσα διαβάσατε ανωτέρω είναι οι αναμνήσεις που είχε καταθέσει ο παλαίμαχος φωτογράφος και φωτορεπόρτερ Εμμανουήλ Μεγαλοκονόμος (1902-2002) στον «Ταχυδρόμο» το Μάρτιο του 1976, με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα ετών από το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Μεγαλοκονόμος είχε ζήσει από κοντά τον Βενιζέλο στα τελευταία χρόνια της μακρότατης και θυελλώδους πολιτικής διαδρομής του, από το 1927 έως το 1936. Ως αποκλειστικός φωτογράφος του, τον είχε ακολουθήσει στις πολιτικές περιοδείες του και στο διπλωματικό ταξίδι του στην Τουρκία το 1930.
Το πολύ ενδιαφέρον αυτό τετρασέλιδο δημοσίευμα του «Ταχυδρόμου» υπό το χαρακτηριστικό τίτλο «Θυμάμαι!» ήταν διανθισμένο με φωτογραφίες της εποχής εκείνης, ασφαλώς διά χειρός Μεγαλοκονόμου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ένας από τους επιφανέστερους πολιτικούς άνδρες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γεννήθηκε στις 23 (11 με το παλαιό ημερολόγιο) Αυγούστου 1864 στις Μουρνιές Χανίων και απεβίωσε στις 18 Μαρτίου 1936 στο Παρίσι.