Ελλάδα

Νέα στοιχεία για το κύκλωμα με τα αυτοκίνητα-φαντάσματα: Στρατολογούσαν τζογαδόρους και ναρκομανείς, για να «ξεπλένουν» χρήματα

Εξαγόραζαν τα τραπεζικά στοιχεία των ατόμων που στρατολογούσαν, προσφέροντας μικρά χρηματικά ποσά ως αντάλλαγμα

Η δικογραφία για την εξάρθρωση του κυκλώματος με τα αυτοκίνητα-φαντάσματα αποκαλύπτει τον πολύπλοκο μηχανισμό στρατολόγησης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, όπως τοξικομανείς, τζογαδόρους και ζητιάνους, για την υποστήριξη των παράνομων δραστηριοτήτων τους. Τα μέλη της οργάνωσης εκμεταλλεύονταν άτομα σε απόγνωση, χρησιμοποιώντας τα τραπεζικά τους στοιχεία ως «σταθμούς» για τη διακίνηση μεγάλων ποσών από τις απάτες.

Η στρατολόγηση των δικαιούχων τραπεζικών λογαριασμών, γνωστών και ως “money mules”, γινόταν τόσο από ανώτερα όσο και από κατώτερα μέλη της οργάνωσης. Οργανωμένα και μεθοδικά, τα μέλη αναζητούσαν άτομα με σοβαρά οικονομικά προβλήματα ή εξαρτήσεις, όπως χρήστες ναρκωτικών και άτομα με εθισμό στον τζόγο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ανώτερου μέλους της οργάνωσης, που εκμεταλλευόταν την οικονομική του ισχύ για να πουλάει ναρκωτικά σε χρήστες, αποκτώντας στη συνέχεια πρόσβαση στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.

Η συμμετοχή αυτών των ατόμων ήταν ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του κυκλώματος. Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους για να μεταφέρουν και να «ξεπλένουν» τα παράνομα έσοδα από τις απάτες τους. Με την παραχώρηση των τραπεζικών τους στοιχείων, οι “money mules” επέτρεπαν στην οργάνωση να πραγματοποιεί ηλεκτρονικές συναλλαγές μέσω e-banking ή mobile banking, καθώς και άμεσες αναλήψεις μετρητών από ΑΤΜ.

Η διαδικασία αυτή ήταν εξαιρετικά καλά οργανωμένη. Τα στρατολογημένα άτομα παρέδιδαν στις ομάδες της οργάνωσης τις τραπεζικές τους κάρτες, τους κωδικούς πρόσβασης για το e-banking, καθώς και τη συσκευή κινητού τηλεφώνου που συνδεόταν με τον τραπεζικό τους λογαριασμό. Έτσι, τα μέλη του κυκλώματος αποκτούσαν πλήρη έλεγχο των λογαριασμών, τους οποίους χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν ή να αποσύρουν μεγάλα χρηματικά ποσά. Οι δράστες μάλιστα αύξαναν τα όρια αναλήψεων σε ποσά μεταξύ 3.000 και 5.000 ευρώ, είτε μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής της τράπεζας είτε προσποιούμενοι τους κατόχους κατά την επικοινωνία τους με τις τράπεζες.

Για να καλύψουν τα ίχνη τους, τα μέλη του κυκλώματος συχνά ζητούσαν από τους δικαιούχους των λογαριασμών να δηλώσουν στις αρχές ότι τα στοιχεία τους είχαν κλαπεί. Στις περιπτώσεις αυτές, τα “money mules” καθοδηγούνταν να επισκεφθούν την αστυνομία και να καταγγείλουν υποτιθέμενη κλοπή των καρτών και των τραπεζικών τους στοιχείων, ισχυριζόμενοι ότι τα είχαν χάσει «σε άγνωστο τόπο και χρόνο». Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθούσαν να αποσείσουν οποιαδήποτε ευθύνη και να προστατεύσουν τα μέλη της οργάνωσης από ενδεχόμενες ποινικές συνέπειες.

Η οργάνωση φρόντιζε επίσης να εξαγοράζει τα τραπεζικά στοιχεία των ατόμων που στρατολογούσε, προσφέροντας μικρά χρηματικά ποσά ως αντάλλαγμα. Τα άτομα αυτά γνώριζαν συχνά ότι οι λογαριασμοί τους θα χρησιμοποιηθούν για παράνομες δραστηριότητες, αλλά η οικονομική τους ανάγκη τούς ανάγκαζε να δεχτούν. Ορισμένοι μάλιστα έπαιρναν πρόσθετες οδηγίες να υποβάλουν δηλώσεις απώλειας για να αποφύγουν τις ποινικές ευθύνες.

Η αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής αποδεικνύει τον υψηλό βαθμό οργάνωσης της εγκληματικής ομάδας. Χωρίς την εκμετάλλευση αυτών των ατόμων και των τραπεζικών τους στοιχείων, η οργάνωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει στο βαθμό που πέτυχε.