Η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στέγασης. Πέντε ακόμα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα που απειλεί την κοινωνική συνοχή.
Η Ελλάδα και όλη η Ευρώπη αντιμετωπίζει στεγαστική κρίση που αφορά τις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές στα ενοίκια και τις τιμές αγοράς των κατοικιών. Είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε την χώρα προεκλογικά, βρίσκοντας τον δρόμο μέχρι το debate των πολιτικών αρχηγών.
Αφιέρωμα του Bloomberg εστιάζει στην κρίση που βιώνουν οι πολίτες στην Γερμανία, την Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία καταγράφοντας την ευρωπαϊκή εμπειρία.
Η οικοδομή καταρρέει σε όλη την Ευρώπη και η «ευρωπαϊκή οικογένεια» κινδυνεύει να μείνει άστεγη
Η ύφεση στην οικοδομική δραστηριότητα δεν επηρεάζει μόνο τις μονοκατοικίες, αλλά και τα μεγάλα projects που αφορούν οικιστικές αναπλάσεις.
Τα παραδείγματα της ευρωπαϊκής συρρίκνωσης του κατασκευαστικού τομέα
Οι νέες οικοδομικές άδειες στη Γερμανία σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg μειώθηκαν περισσότερο από 27% κατά το πρώτο εξάμηνο. Στη Γαλλία οι οικοδομικές άδειες παρουσιάζουν μείωση κατά 28% μέχρι τον Ιούλιο και η οικοδόμηση κατοικιών στο Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 25%.
Η Σουηδία το πιο γνωστό κοινωνικό κράτος με εργατικές κατοικίες και σκανδιναβική νοοτροπία, υφίσταται τη χειρότερη ύφεση από την κρίση στέγης της δεκαετίας του 1990, με τους ρυθμούς δόμησης να είναι μικρότεροι από το ένα τρίτο αυτού που θεωρείται απαραίτητο για να συμβαδίσει με τη ζήτηση.
Εταιρείες που αναλαμβάνουν μεγάλα οικιστικά project όπως η Vonovia SE, ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης κατοικιών στη Γερμανία, ανέστειλε φέτος όλες τις νέες κατασκευές επ’ αόριστον.
Την ίδια στιγμή στη Σουηδία, ένα εμβληματικό έργο για την κατασκευή κυψελών μπαταριών για αυτοκίνητα από την Northvolt (με την διαρκή συνεργασία της Volvo), με στόχο τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από την προμήθεια ηλεκτρικών μπαταριών αυτοκινήτου από την Κίνα, κινδυνεύει να δυσκολευτεί να προσελκύσει τους εργαζόμενους που απαιτούνται σε μια πόλη 36.000 κατοίκων, εξαιτίας της έλλειψης διαθέσιμων κατοικιών.
Η κατοικία ως δικαίωμα, αλλά και ως συνταγματική δέσμευση
Η Σουηδία έχει συνταγματική δέσμευση να παρέχει οικονομικά προσιτή στέγαση, με την προσφορά κατοικιών να μην συμβαδίζει με τη ζήτηση εδώ και δεκαετίες, ανεβάζοντας τις τιμές των κατοικιών και αναγκάζοντας τους πολίτες να κατοικούν σε σπίτια ως υπενοικιαστές χωρίς δικαιώματα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οικοδόμηση κατοικιών έχει σταθερά χάσει τον στόχο των 300.000 κατοικιών ετησίως που έχει θέσει η κυβέρνηση των Τόρις από το 2019.
Στη Γερμανία, η οικονομικά προσιτή στέγαση ήταν μία από τις βασικές δεσμεύσεις με τις οποίες εξελέγη ο κυβερνητικός συνασπισμός του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, όμως οι ειδικοί εκτιμούν πως δεν θα επιτευχθεί ο στόχος για την προσθήκη 400.000 νέων κατοικιών ετησίως το νωρίτερο μέχρι το 2026.
Η στέγη ως ζήτημα κοινωνικού αναβρασμού
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πολύ σοβαρό και πολυπαραγοντικό πρόβλημα στέγης που ωθεί τους περισσότερους νέους να συγκατοικούν με τους γονείς τους μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Ειδικότερα, στην κατηγορία 25-34 ετών ποσοστό 51,6% μένει ακόμη στο πατρικό, με το αντίστοιχο ποσοστό στην κατηγορία 18-34 να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα, -αλλά εξηγήσιμα δεδομένων των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών- ύψη άνω του 70%, με το ποσοστό του 2022 στην κατηγορία 18-34 ετών να είναι στο 71,9% έναντι 72,9% του 2021, όπως εμφανίζεται στο παρακάτω γράφημα.
Άλλοι παράγοντες που ασκού πιέσεις στην αγορά κατοικίας στην Ελλάδα είναι η γενικότερη ακρίβεια, η Χρυσή Βίζα, αλλά και τα δυσθεώρητα επιτόκια δανεισμού.
Στην περίπτωση της Χρυσής Βίζα, υπάρχει επίσημη κρατική αναγνώριση ως προβλήματος. Απόδειξη ότι σε πολλές περιοχές της χώρας (σ.σ. στα δημοφιλή νησιά, νότια προάστια Αττικής και άλλα), άλλαξαν τα οικονομικά κριτήρια για την απόκτησή της, ώστε οι επίδοξοι κάτοχοι Χρυσής Βίζα να μην αγοράζουν ακίνητα κάτω των 500.000 ευρώ και να μην ανταγωνίζονται την εργατική κατοικία.
Τα προβλήματα στην στέγαση κινδυνεύουν να διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, αναγκάζοντας, εκτός των άλλων, τους πολίτες να ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για την κάλυψη αυτής της ανάγκης.
Επιπροσθέτως, το πρόγραμμα «Σπίτι μου» για νέους 25-39 ετών προκάλεσε αύξηση των τιμών στα διαμερίσματα έως 150.000€ ή ακόμα και όσα κόστιζαν 130.000 ευρώ για παράδειγμα, πλησίασαν το ανώτατο όριο του προγράμματος. Πίεση που γιγαντώθηκε στην φοιτητική και νεανική κατοικία με την μετατροπή πολλών διαθέσιμων διαμερισμάτων σε χώρους βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Το στεγαστικό μπορεί να φέρει την άνοδο της ακροδεξιάς
Το Bloomberg, καταγράφει την ανησυχία πως η πίεση στο δικαίωμα στην στέγη μπορεί να αποτελέσει άμεση απειλή για την Δημοκρατία.
«Αν δεν μπορέσουμε να λύσουμε την κρίση στέγασης, θα αποτελέσει πραγματική απειλή για τη δημοκρατία μας», δήλωσε Γερμανός, ο οποίος συνδέει την άνοδο της ακροδεξιάς, Εναλλακτική για τη Γερμανία AfD, με τη στεγαστική κρίση.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται στην Ιταλία και άλλες χώρες όπου σημειώνεται εντυπωσιακή άνοδος της άκρας δεξιάς.
Η πίεση στην οικοδομή δεν έχει την ίδια ένταση παντού. Στην Πορτογαλία και την Ισπανία, η κατασκευή κατοικιών είναι πολύ πάνω από τα επίπεδα του 2015, οπότε οι συνέπειες της κρίσης χρέους σχεδόν πάγωσαν την οικοδόμηση στις αγορές αυτές.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, γεγονός που δείχνει πόσο δύσκολο είναι να διορθωθεί το πρόβλημα, ενώ το πρόγραμμα χρυσής βίζας στην Πορτογαλία έχει προκαλέσει -και εκεί- εκτίναξη των τιμών των κατοικιών.
Ποιος όμως φέρει την ευθύνη για τα προβλήματα στέγης;
Οι περισσότεροι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το ζήτημα της στέγης, της οικοδομής και των κατασκευών αποτελούν κεντρικές κυβερνητικές επιλογές.
Η στέγαση ακροβατεί μεταξύ περιουσιακού στοιχείου και κοινωνικού δικαιώματος με το «αόρατο χέρι της αγοράς» ανά περιπτώσεις να βάζει το δάχτυλο στην ζυγαριά και να δημιουργεί φαινόμενα φούσκας στο real estate, με τιμές που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αξία.
Μια κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική, αυτή των υψηλών επιτοκίων με σκοπό την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, φέρει μεγάλη ευθύνη για τον αργό θάνατο της οικοδομής στην Ευρώπη με το πλεονέκτημα να παραμένει μόνο για τις μεγάλες κατασκευαστικές ή όσους έχουν πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό.
Αυτός είναι και ο λόγος -σε συνδυασμό με την Golden Visa όπου υπάρχει- που οι πολυτελείς κατοικίες δεν αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα με τις πιο…λαϊκές κατοικίες.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου 45.000 κατασκευαστές κατοικιών έχουν κλείσει τα τελευταία πέντε χρόνια, αν και στην περίπτωση αυτή μία από τις βασικές αιτίες είναι το Brexit.
Στη Σουηδία, 1.145 εταιρείες του κατασκευαστικού κλάδου κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης τους πρώτους 10 μήνες του τρέχοντος έτους, μια αύξηση 35% από το 2022, σύμφωνα με στοιχεία της Creditsafe.
Στο παρελθόν οι κυβερνήσεις είχαν προβεί σε εκτεταμένη οικοδόμηση εργατικής και όχι μόνο κατοικίας
Ένα σημαντικό ποσοστό των υφιστάμενων κατοικιών της Σουηδίας κατασκευάστηκε στο πλαίσιο κρατικής πρωτοβουλίας για την προσθήκη ενός εκατομμυρίου κατοικιών μεταξύ 1965 και 1974.
Μετά την επανένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Γερμανία διέθετε ακόμη 4 εκατομμύρια κοινωνικές κατοικίες, αλλά ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί σε λίγο περισσότερο από 1 εκατομμύριο το 2020.
Παρόμοια είναι η κατάσταση και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα διαμερίσματα του δημοτικού συμβουλίου πουλήθηκαν στους ενοικιαστές τη δεκαετία του 1980.
Στην Ανατολική Γερμανία, όπου το ακροδεξιό AfD έχει την ισχυρότερη υποστήριξη, το άγχος για τη στέγαση είναι ιδιαίτερα έντονο. Σήμερα, οι Ανατολικογερμανοί εξακολουθούν να έχουν λιγότερες πιθανότητες να έχουν ιδιοκτησία σε σχέση με τους Δυτικογερμανούς συνομηλίκους τους.
Τι θα γίνει;
Το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας έχει δεσμευτεί για την κατασκευή 1,5 εκατομμυρίου κατοικιών κατά την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας στοχεύει στην αύξηση της διαθέσιμης ακίνητης περιουσίας για οικιστική χρήση και στην απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης.
Η Γερμανία δεσμεύτηκε να απλοποιήσει τους οικοδομικούς κανόνες και να ενισχύσει τις δημόσιες επενδύσεις, αλλά η χλιαρή δράση δεν αναμένεται να προσφέρει μεγάλη ανακούφιση.
Η γραφειοκρατία και η πάταξη αυτής, είναι ένα φιλικό μέτρο προς τους κατασκευαστές. Όμως το ζήτημα του τραπεζικού δανεισμού πανευρωπαϊκά, των επιτοκίων δηλαδή, πρέπει κάποια στιγμή να χαλιναγωγηθεί, διότι εναλλακτικά θα απειλήσει κάθε προοπτική ανάπτυξης της οικοδομής, της κατοικίας, αλλά και της οικονομίας.
(με πληροφορίες από το Bloomberg)