Η Χάγη απαιτεί συμβιβασμούς, συναινέσεις και να πάψουν οι λύσεις να μπαίνουν σε Ελλάδα και Τουρκία στη ζυγαριά με τις ψήφους
Από την πρώτη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους, το 2023 μέχρι και τη συνάντηση του Γιώργου Γεραπετρίτη με τον Χακάν Φιντάν στην Αθήνα περίσσεψαν τα σενάρια για προετοιμασία Ελλάδας και Τουρκίας για κοινή προσφυγή στη Χάγη.
Σενάρια που μιλούσαν για διαδικασίες fast track, για συνυποσχετικό που «ψήνεται», για συνεννοήσεις που είναι σε εξέλιξη και μιλούσαν πριν από κάθε μεγάλη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν για το πότε οι δύο ηγέτες θα ανακοίνωναν ότι προχωράνε τις διαδικασίες για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή έστω δίνουν το πράσινο φως για να αρχίσει ο διάλογος προκειμένου Ελλάδα και Τουρκία να αναζητήσουν ένα κοινό δρόμο για να φτάσουν τελικά στη Χάγη.
Μέσα σε αυτά τα σενάρια δεν έλειψαν και οι χαρακτηρισμοί περί μειοδοτών, υποχωρήσεων που «ψήνονται», μυστικές συνομιλίες πίσω από κλειστές πόρτες. Με κάποιους να βλέπουν στον ορίζοντα όχι λύση αλλά «προδοσία», τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Κύπρο.
Και τα «ήρεμα νερά» που διατείνονται ότι θέλουν να διατηρήσουν Αθήνα και Άγκυρα βρήκαν σφοδρούς επικριτές στην Ελλάδα τόσο εντός ΝΔ, με τον Αντώνη Σαμαρά να ηγείται της εσωκομματικής από τα δεξιά αντιπολίτευσης και να κάνει τον περισσότερο θόρυβο, όσο και εκτός ΝΔ. Με τα κόμματα στα αριστερά της ΝΔ επίσης να τοποθετούνται τουλάχιστον με σκεπτικισμό απέναντι στο διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας.
Αντιδράσεις συναντά σαφώς και ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας, με την αντιπολίτευση να τον εγκαλεί για υποχωρήσεις έναντι της Ελλάδας.
Τα εθνικά ζητήματα έγιναν για μία ακόμα φορά αντικείμενο μικροπολιτικής αντιπαράθεσης, με τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να έχουν η κάθε μία τις δικές της ευθύνες απέναντι στο αφήγημα που τείνει να δημιουργηθεί ενάντια σε κάθε προσπάθεια διαλόγου. Με τη ΝΔ να μην εξαιρείται.
Η Αθήνα, η Άγκυρα και η Χάγη
Εάν ο Μητσοτάκης καταφέρει η διαγραφή Σαμαρά να μην έχει επιπτώσεις, ίσως θα μπορούσε να ξεκινήσει το διάλογο με τον Ερντογάν.
Αλήθεια όμως πόσο έτοιμη είναι οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να βάλει σε τροχιά λύσης και κατεύθυνσης προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης την ελληνοτουρκική διαφορά και να την πάει μέχρι τέλους; Δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης;
Ακόμα και αν η Ελλάδα το πάρει απόφαση θεωρεί κανείς ότι αντίστοιχα η Τουρκία θα συναινέσει;
Η Τουρκία στην πάροδο των ετών έχει διευρύνει κατά πολύ τις αξιώσεις και τις διεκδικήσεις της, βάζοντας κόκκινες γραμμές που θα μπορούσε κανείς να πει ότι καθιστούν απαγορευτικό οι δύο πλευρές να πλησιάσουν σε ένα τραπέζι επί της ουσίας συνομιλιών, όχι να φτάσουν σε λύση.
Για να υπάρξει λύση θα πρέπει η Άγκυρα – μεταξύ άλλων – να παραδεχθεί ότι η «Γαλάζια Πατρίδα» δεν υπάρχει, να ακυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, να μην θέσει θέμα αποστρατικοποίησης των νησιών, αλλά και να αποδεχθεί ότι θα πάει σε διεθνή διαιτησία για μία και μόνο διαφορά αυτή των θαλασσίων ζωνών. Ακόμα να εγκαταλείψει τη θεωρία των γκρίζων ζωνών και να πάψει να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί δεκάδων νησιών και βραχονησίδων.
Συμβιβασμοί
Αντίστοιχα συμβιβασμούς θα πρέπει να κάνει και η ελληνική πλευρά. Και να παραδεχθεί τουλάχιστον ότι δεν μπορεί να ασκήσει πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα όσο δεν καταλήγει σε συμφωνία με την Τουρκία.
Πόσο δυνατό είναι κάτι τέτοιο από τη στιγμή που και οι δύο χώρες Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν εκπαιδεύσει τους πολίτες τους να επιζητούν συμβιβασμούς και λύσεις, αλλά ασκούν πολιτική αξιοποιώντας τα ελληνοτουρκικά και κυρίως επενδύοντας στις κρίσεις.
Οι προσδοκίες δε για λύσεις που έχουν οδηγηθεί στα βράχια, με ένα νέο κύκλο κρίσης να ανοίγει έχουν εξαντλήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Και τους διπλωμάτες να προειδοποιούν για τον κίνδυνο αυτό, εδώ και καιρό, σημειώνοντας ότι ο διάλογος για να ξεκινήσει θέλει δέσμευση, συνέπεια και συνέχεια.
Με την ακινησία να είναι το πιο ασφαλές καταφύγιο για την – κατά τα άλλα λαλίστατη – πολιτική σκηνή και των δύο χωρών.
Λύση στη ζυγαριά με τις ψήφους
Υπενθυμίζεται ότι και η ΝΔ επί Κυριάκου Μητσοτάκη ακόμα και στις εκλογές του 2023 δεν απέφυγε τον πειρασμό να εργαλειοποιήσει τα εθνικά θέματα στην προεκλογική εκστρατεία, με επίκεντρο τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.
Με τον «πατριωτισμό», να μπαίνει στη ζυγαριά και στις ευρωεκλογές του 2024.
Ποια ελληνική και τουρκική κυβέρνηση θα βάλουν υπογραφή σε μία λύση και στη συνέχεια θα ζητήσουν ξανά την ψήφο των πολιτών;
Ποιος πολιτικός σε Ελλάδα και Τουρκία θα εξηγήσει τι πραγματικά σημαίνει το σημερινό στάτους κβο; Τι έχει και τι δεν έχει – κυρίως – η κάθε πλευρά.
Και τελικά πώς ο πολίτης θα εμπιστευθεί την όποια κυβέρνηση του παρουσιάσει μία λύση υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι καλύτερη δυνατή στη φωτογραφία της στιγμής, όταν οι ίδιοι άνθρωποι στο παρελθόν έχουν στηλιτεύσει συνομιλίες, συμφωνίες και έχουν αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό και αυτοί, όπως οι αντίπαλοι τους, τον όρο «προδοσία»…
Με δεδομένο μάλιστα ότι κάθε διαπραγμάτευση που ξεκινά έχει πολύ μικρές πιθανότητες να καταλήξει σε λύση, αφού στη διάρκεια της θα βρεθεί απέναντι σε μία εκλογική αναμέτρηση.
Ακινησία
Η ακινησία, δεν είναι ασφαλής λύση. Τα ήρεμα νερά, μπορούν να εξελιχθούν σε τρικυμία ανά πάσα στιγμή αν δεν υπάρχει επί της ουσίας διάλογος με σαφή προσανατολισμό και πολιτικές που τελικά ευνοούν τις εντάσεις, αντί της οριστικής λύσης. Ακόμα και με αμοιβαίο κόστος. Γιατί στη λύση βάζεις στη ζυγαριά το κόστος απέναντι στα οφέλη.
Οι δηλώσεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι θα το σκεφτεί δύο φορές για να ξεκινήσει τις προκαταρκτικές συνομιλίες με την Άγκυρα για την ελληνοτουρκική διαφορά. Το επιβεβαίωσε και η συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν.
Την ίδια στιγμή το κλίμα που συντηρεί η Άγκυρα, έστω και αν είναι εξαιρετικά ήπιο επίσης δείχνει ότι δύσκολα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μία συζήτηση επί της ουσίας.
Με το πρόβλημα να παραμένει το γεγονός ότι οι δύο λαοί εξακολουθούν να «εκπαιδεύονται» στη λογική των εντάσεων και όχι στη λογική των μόνιμων λύσεων…