Εν μέσω της αύξησης κρουσμάτων και νεκρών από κορονοϊό, το πετρέλαιο επιπλέει σε «αχαρτογράφητα νερά», καθώς δέχεται ένα πανίσχυρο πλήγμα στις τιμές, που σημειώνουν ελεύθερη πτώση. Τι σημαίνει αυτό και τι πρέπει να γίνει.
Καθώς η πανδημία του κορονοϊού COVID-19 εξαπλώνεται, ο πλανήτης αντιμετωπίζει μια ακόμα απειλή. Η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και η ανάγκη σταθεροποίησης της αγοράς είναι η παγκόσμια πρόκληση, παράλληλα με τον ιό.
Αναλυτές από όλο τον κόσμο εκφράζουν την ανάγκη να σταθεροποιηθούν οι τιμές του πετρελαίου για να μην υπάρχει μεγαλύτερο οικονομικό πρόβλημα, μετά την πάροδο της υγειονομικής κρίσης.
Όλα ξεκίνησαν όταν, με πρόσχημα τον κορονοϊό, η Σαουδική Αραβία προκάλεσε την πτώση των τιμών του πετρελαίου, αποφασίζοντας να γεμίσει την αγορά με φθηνό προϊόν.
«Οι Σαουδάραβες κινήθηκαν με λάθος τρόπο. Αξίζει να γίνει κατανοητό, ότι τα κράτη δεν μπορούν να ποντάρουν σε μονομερή οφέλη. ΗΠΑ, Ρωσία και Σαουδική Αραβία είναι οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου στον πλανήτη. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να υπάρξει διαπραγμάτευση μεταξύ τους και στη συνέχεια να έλθουν σε συμφωνία», υπογραμμίζει στο Sputnik o τεχνολογικός και επιχειρησιακός αναλυτής, Νίκος Αναγνωστόπουλος.
«Αν υπάρξει συμφωνία, το αποτέλεσμα θα είναι η σταδιακή επάνοδος της αγοράς πετρελαίου κάτι που θα δημιουργήσει ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε να μην υπάρξει νέα παγκόσμια απειλή, μετά τη λήξη της κρίσης του COVID-19. Και οι τρεις χώρες ενδέχεται να χάσουν κάποια κέρδη αν έρθουν σε συμφωνία», επισημαίνει.
Αν δεν υπάρξει συμφωνία, όμως, το σενάριο αναμένεται ζοφερό:
«Εάν όμως δεν επιτευχθεί τριπλός συμβιβασμός, τότε η τιμή του πετρελαίου αναμένεται να κατρακυλήσει και άλλο. Μιλάμε για 10-15 δολάρια ανά βαρέλι. Τι σημαίνει αυτό; Παγκόσμιο κραχ και γεωπολιτική ένταση».
Όλα τα βλέμματα, πλέον, είναι στραμένα στην Πέμπτη, όπου αναμένεται η νέα συνάντηση μεταξύ του ΟΠΕΚ και των συμμάχων πετρελαϊκών εξαγωγέων υπό την ηγεσία της Ρωσίας.
Από το Σάββατο, πληροφορίες ήθελαν τη συνάντηση που ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τη Δευτέρα, να αναβληθεί μέχρι την Πέμπτη, όπως και τελικά πήρε αναβολή.
Αν και η καθυστέρηση μπορεί να δώσει στους συμμετέχοντες περισσότερο χρόνο για να προετοιμάσουν τις προτάσεις τους για τρόπους ενίσχυσης της αγοράς πετρελαίου, εκτιμάται ότι κάποια διαφωνία μεταξύ της Μόσχας και του Ριάντ ήταν ένας από τους κύριους λόγους πίσω από τον εκ νέου προγραμματισμό της συνάντησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας προσπάθησε να επιτεθεί στην αμερικανική σχιστολιθική βιομηχανία, αναφέρει ο καθηγητής ενεργειακής οικονομίας Μάμντουχ Γ. Σαλαμέχ:
«Όταν η Σαουδική Αραβία γέμισε την παγκόσμια αγορά (σ.σ. με φτηνό πετρέλαιο) κατά την πτώση των τιμών του πετρελαίου το 2014, ο πρώην υπουργός της, αρμόδιος για το πετρέλαιο Αλί Αλ Νάιμι δήλωσε τότε ότι οι εκφρασμένοι στόχοι της χώρας του ήταν να υπερασπιστεί το μερίδιο αγοράς της και επίσης να καταστρέψει αν όχι απλώς να επιβραδύνει τις ΗΠΑ αναφορικά με την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου», τονίζει. «Αυτή τη φορά, όταν η Σαουδική Αραβία δήλωσε ότι θα πλημμυρίσει και πάλι την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, οι στόχοι της ήταν να τιμωρήσει τη Ρωσία και να υπονομεύσει εκ νέου την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι κινήσεις του Ριάντ ήταν κατανοητές: από τότε που ξεκίνησε το 2008, η αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου «παράγει με ανεύθυνο τρόπο, ακόμα και με απώλειες», «στερώντας ζωτικό χώρο από τα περισσότερα πετρελαιοπαραγωγά έθνη».
«Το δίκαιο είναι η σχιστολιθική βιομηχανία να μοιράζεται τις απώλειες με άλλα έθνη που παράγουν πετρέλαιο και μοιράζονται τις συνέπειες από τη συγκεκριμένη κατάσταση», επισήμανε, προσθέτοντας ότι «η βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας πολύ πριν από την έναρξη της επιδημίας του κορονοϊού».
Από την πλευρά του ο Φράνσις Περίν, συνεργάτης του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Υποθέσεων, συμφωνεί ότι η πολιτική τιμολόγησης του πετρελαίου του Ριάντ έχει προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στους Αμερικανούς, αναγκάζοντας την κυβέρνηση Τραμπ να αναζητήσει λύση στην κρίση.
«Οι συνομιλίες αυτές είναι πολύ σημαντικές, καθώς οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία είναι οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου με αυτή τη σειρά,» λέει ο Περίν. «Συγκεκριμένα, αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής αργού πετρελαίου και περίπου το 40% του παγκόσμιου εφοδιασμού πετρελαίου. Μια συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ (σ.σ. ή και πιο διευρυμένα) ανάμεσα στον ΟΠΕΚ και στις ΗΠΑ θα ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα από τους παραγωγούς πετρελαίου. Θα έστελναν θετικό μήνυμα στις αγορές. Οι αγορές δεν θα προσκρούσουν στην κρίση της προσφοράς και θα περιορίσουν τις ζημίες. Θα ήταν μια πραγματική επιτυχία σε ένα πολύ δύσκολο και άνευ προηγουμένου πλαίσιο. Η υγειονομική κρίση δεν θα διαρκέσει για πάντα».
Ωστόσο, ο ερευνητής εξέφρασε αμφιβολίες ότι το αναφερόμενο μέτρο της περικοπής του παγκόσμιου πετρελαίου «κατά 10 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως – ή το 10% της σημερινής παγκόσμιας παραγωγής αργού – θα συμβάλει στην επανεξισορρόπηση της αγοράς ενέργειας τις επόμενες εβδομάδες εν μέσω των διαφοροποιήσεων στη ζήτηση που προκαλείται από την πανδημία του κορονοϊού».
Από την πλευρά του, ο Τζέιμς Γουίλιαμς πρόεδρος της WTRG Economics, μιας συμβουλευτικής εταιρείας, έχει διαφορετική άποψη. Έχοντας συμφωνήσει ότι η τρέχουσα παγκόσμια κατανάλωση «είναι τουλάχιστον 25 – 30 εκατομμύρια βαρέλια ανά ημέρα, χαμηλότερη από ό, τι πριν από τον ιό», προτείνει ότι «μια μείωση 10 εκατομμυρίων βαρελιών ανά ημέρα θα ήταν αρκετή για να εξισορροπηθεί η αγορά στο 3ο ή στο 4ο τρίμηνο, αλλά τα αποθέματα αργού πετρελαίου θα είναι εξαιρετικά υψηλά και θα χρειαστεί ένα χρονικό διάστημα για να επανέλθουν στο φυσιολογικό ».
Σύμφωνα με τον Τόμας Ντόνελ, αναλυτή και σύμβουλο για το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα, «ιδανικά, θα υπάρξει κάποια προσωρινή συμφωνία για συντονισμένη μείωση της παραγωγής μεταξύ των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας».
«Ο επικεφαλής της Texas Railroad Commission, που έχει τη νόμιμη ισχύ να εφαρμόσει την κανονιστική ρύθμιση για την παραγωγή – στο Τέξας, που παράγει το 40% του αμερικανικού πετρελαίου, είναι υπέρ μιας συμφωνίας ανάμεσα στο Ριάντ και τη Μόσχα για την από κοινού μείωση της παραγωγής. Αναφέρει ότι είχε θετικές συζητήσεις με τις δύο χώρες», τονίζει ο Ντόνελ, προσθέτοντας ότι η συμμετοχή της Ουάσινγκτον σε συντονισμένη περικοπή με τον ΟΠΕΚ «πρέπει να είναι μια πολιτική απόφαση», γεγονός που θα απαιτούσε από τον Τραμπ τη μετατροπή αυτής της κίνησης, σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Δοθέντος ότι ο τριμερής συμβιβασμός μεταξύ της Ουάσινγκτον, του Ριάντ και της Μόσχας είναι πιθανό να έρθει με κάποιο τίμημα για όλους τους παίκτες, ο ερευνητής προειδοποίησε ότι «εάν δεν υπάρξει συμφωνία για μια κοινή περικοπή παραγωγής μεταξύ ΗΠΑ, Σαουδίας και Ρωσίας, οι γεωπολιτικές εντάσεις θα αυξηθούν όλο και περισσότερο».
Ο Ντέιβιντ Ταμπαρέλι, πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης Nomisma Energia, έχει μια παρόμοια οπτική: «Εάν δεν επιτευχθεί συμβιβασμός, τότε η αγορά θα το φροντίσει, ρίχνοντας τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα, όπως στο επίπεδο των 10 δολαρίων ανά βαρέλι».
«Είναι ύψιστης σημασίας να καταλήξουμε σε μια παγκόσμια συμφωνία, στην οποία θα συμμετέχουν όλες οι ιδιωτικές εταιρείες των ΗΠΑ και του Κόλπου του Μεξικού, καθώς και παγκόσμιοι παραγωγοί», τονίζει με τη σειρά του ο οικονομολόγος Ντάνιελ Λακάλ, προσθέτοντας ότι «χωρίς τη Ρωσία δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα».
Για «εξαιρετικά σημαντικούς δασμούς» στο πετρέλαιο εάν οι τιμές παραμείνουν ως έχουν, έκανε λόγο ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, την Κυριακή.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι θα «τιμωρήσει» με δασμούς στις εισαγωγές πετρελαίου αν η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία δεν έλθουν σε συμφωνία, η τιμή του αργού παραμείνει στα ίδια επίπεδα.
Η Μόσχα, από την πλευρά της, σε κλίμα συνεργασίας, είναι έτοιμη να συντονιστεί με άλλες χώρες που εξάγουν πετρέλαιο για να βοηθήσει στη σταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς, δήλωσε το Κρεμλίνο τη Δευτέρα.
Από την πλευρά του Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, δήλωσε ότι η χώρα του είναι έτοιμη να συνεργαστεί με άλλες χώρες ώστε να σταθεροποιηθεί η αγορά ενέργειας».