Οι φαινόλες που περιέχονται σε πλήθος προϊόντων καθημερινής χρήσης συνδέονται με αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς, σύμφωνα με νέα μελέτη
Βρίσκονται παντού γύρω μας καθώς αποτελούν βασικά «συστατικά» πλήθους προϊόντων που χρησιμοποιούμε σε καθημερινή βάση. Ο λόγος για τις φαινόλες του περιβάλλοντος που παίρνουν τη «μορφή» συντηρητικών στα συσκευασμένα τρόφιμα, parabens στα σαμπουάν και σε άλλα είδη προσωπικής υγιεινής και φροντίδας αλλά και της δισφαινόλης Α (ΒΡΑ) στις πλαστικές συσκευασίες.
Πλήγμα στις ηλεκτρικές ιδιότητες της καρδιάς
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ορισμένα από αυτά τα χημικά… καθημερινής χρήσης συνδέονται με τοξικότητα για την καρδιά. Τώρα όμως μια νέα μελέτη τεσσάρων καθηγητών του Κολεγίου Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι αποκαλύπτει για πρώτη φορά την αρνητική επίδραση που έχουν οι φαινόλες στις ηλεκτρικές ιδιότητες της καρδιάς, σύμφωνα με δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Environmental Health».
Η πρώτη μελέτη του είδους της
«Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που διερευνά την επίδραση της έκθεσης σε φαινόλες στην ηλεκτρική δραστηριότητα της ανθρώπινης καρδιάς» ανέφερε ο Χονγκ-Σενγκ Γουάνγκ, καθηγητής στο Τμήμα Φαρμακολογίας, Φυσιολογίας και Νευροβιολογίας του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι και κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης.
Οι αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς οι οποίες προκαλούνται από τις φαινόλες μπορούν να επιδεινώσουν την ήδη υπάρχουσα καρδιοπάθεια ή τις αρρυθμίες σε κάποιους ασθενείς
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα από μια κοόρτη (Fernald Community Cohort) η οποία περιελάμβανε περί τα 10.000 άτομα που ζούσαν κοντά σε μια παλαιά μονάδα επεξεργασίας ουρανίου του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας στο Φέρναλντ, έξω από το Σινσινάτι. Οι εθελοντές συμμετείχαν στο Πρόγραμμα Ιατρικής Παρακολούθησης του Φέρναλντ μεταξύ του 1990 και του 2008.
Ισχύς των αποτελεσμάτων
Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στη μελέτη δεν είχαν εκτεθεί σε ουράνιο σε επίπεδα μεγαλύτερα από εκείνα στα οποία εκτίθεται ο γενικός πληθυσμός. Ο δρ Γουάνγκ και οι άλλοι τρεις συνάδελφοί του (Σούζαν Πίνι, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Τμήμα Περιβαλλοντικών Επιστημών και Δημόσιας Υγείας, Τζακ Ρουμπινστάιν, καθηγητής Κλινικής Καρδιολογίας στο Τμήμα Παθολογίας και Τσανγτσούν Σιέ, καθηγητής στο Τμήμα Βιοστατιστικής, Πληροφορικής της Υγείας και Επιστήμης Δεδομένων) χρησιμοποίησαν τα δεδομένα που αφορούσαν αυτούς τους εθελοντές και τα οποία περιελάμβαναν βιολογικά δείγματά τους καθώς και τους ιατρικούς φακέλους τους ώστε να αποκλείσουν άτομα που είχαν εκτεθεί σε επίπεδα ουρανίου υψηλότερα από εκείνα στα οποία εκτίθεται ο γενικός πληθυσμός (με τον τρόπο αυτόν τα αποτελέσματά τους είχαν γενικότερη ισχύ).
Με δεδομένο μάλιστα ότι τα δείγματα ούρων των εθελοντών συνελέγησαν την ίδια ημέρα κατά την οποία υπεβλήθησαν και σε ηλεκτροκαρδιογράφημα, τα αποτελέσματα μπορούσαν να προσφέρουν μια καλή εικόνα σχετικά με την έκθεσή τους σε φαινόλες του περιβάλλοντος.
Ενας από τους στόχους της μελέτης ήταν να εντοπιστούν πιθανές αλλαγές στις παραμέτρους του ηλεκτροκαρδιογραφήματος των εθελοντών οι οποίες θα μπορούσαν να συνδέονται με την έκθεση στα συγκεκριμένα περιβαλλοντικά χημικά.
Αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς
Η καρδιά λειτουργεί χάρη στην ηλεκτρική δραστηριότητά της με αποτέλεσμα οτιδήποτε επιδρά στις ηλεκτρικές ιδιότητές της να μπορεί να οδηγήσει σε αρρυθμίες. Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η υψηλότερη έκθεση σε ορισμένες φαινόλες φάνηκε να συνδέεται με αλλαγές στην ηλεκτρική καρδιακή δραστηριότητα.
Είναι (και) θέμα φύλου
Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η υψηλότερη έκθεση των γυναικών σε δισφαινόλες (ΒΡΑ, ΒΡF) συνδεόταν με μεγαλύτερο διάστημα ΡR – με μια καθυστέρηση δηλαδή στον χρόνο που χρειάζονται τα ηλεκτρικά σήματα να μετακινηθούν από τους κόλπους της καρδιάς στις κοιλίες της.
Η επίδραση στις γυναίκες
«Τα ευρήματά μας φάνηκε να συνδέονται άμεσα με το φύλο» σημείωσε ο καθηγητής Γουάνγκ. Στις γυναίκες φάνηκε να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του χρόνου σύσπασης των κοιλιών και της απορρύθμισης των ηλεκτρικών παλμών της καρδιάς. «Μάλιστα αυτή η απορρύθμιση ήταν πιο έντονη στις γυναίκες με υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος» υπογράμμισε ο επικεφαλής της μελέτης.
Η επίδραση στους άνδρες
Στους άνδρες οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η υψηλότερη έκθεση σε triclocarban (TCC), έναν αντιμικροβιακό παράγοντα, οδηγούσε σε μεγαλύτερο διάστημα QT – αυτό πρακτικά σήμαινε ότι το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς έπαιρνε πολύ χρόνο να «επαναφορτιστεί», γεγονός που μπορούσε να συμβάλει σε δυσλειτουργία του καρδιακού ρυθμού (να αναφερθεί ότι το TCC είναι πλέον απαγορευμένο στις ΗΠΑ).
Επιδείνωση υπαρχόντων καρδιολογικών προβλημάτων
O δρ Γουάνγκ τόνισε ότι «δεν παρατηρήσαμε στη μελέτη μας δραματικές αλλά μέτριες αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς. Ωστόσο οι αλλαγές αυτές ήταν ιδιαιτέρως έντονες σε ορισμένους υποπληθυσμούς». Προσέθεσε ότι οι αλλαγές στην ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς οι οποίες προκαλούνται από τις φαινόλες μπορούν να επιδεινώσουν την ήδη υπάρχουσα καρδιοπάθεια ή τις αρρυθμίες σε κάποιους ασθενείς, ιδίως στους μεγαλύτερους σε ηλικία ενηλίκους ή σε άτομα με άλλους παράγοντες κινδύνου για καρδιοπάθεια. «Υπάρχουν πλέον και πολλά νέα χημικά, οπότε το επόμενο βήμα μας θα είναι να τα εξετάσουμε και να επικεντρωθούμε στην επίδρασή τους σε ατομικό επίπεδο στα άτομα με προδιάθεση για καρδιοπάθεια» κατέληξε ο καθηγητής.