Celebrities

Tina Turner: Rest in Power (1939-2023)

Η γιαγιά της ροκ, η βασίλισσα του rock ’n’ roll, ο θρύλος της σκηνής. Οι τίτλοι που συνόδευαν το όνομά της ήταν δεκάδες, όπως και τα τραγούδια που αφήνει πίσω της ως παρακαταθήκη. Και είναι αυτά που θα την κρατήσουν για πάντα ζωντανή – στη μνήμη τη δική μας και των επερχόμενων γενεών

Η Τίνα Τέρνερ έσβησε στις 24 Μαΐου 2023, ειρηνικά στο σπίτι της, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του εκπροσώπου της, χάνοντας τη μάχη με μια μακροχρόνια ασθένεια. Ηταν η τελευταία μάχη που έδωσε στη ζωή της και ίσως μία από τις μοναδικές που έχασε. Οι εκατομμύρια θαυμαστές της θρηνούν τον χαμό της και μαζί τους ο κόσμος της μουσικής. Ενα αστέρι χάθηκε, λένε, ένας ακόμα άγγελος ανέβηκε στον ουρανό για να ενώσει τη φωνή της με τους άλλους. Η Τίνα μπορεί και να γελάει εκεί ψηλά, διαβάζοντας την αγιογραφία της από τα χέρια άσημων και διάσημων. Ποτέ δεν της άρεσαν οι μελοδραματισμοί. Ούτε να γεράσει ήθελε και σίγουρα δεν βιαζόταν να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο.

Δύο μήνες νωρίτερα, στις 9 Μαρτίου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νεφρού, είχε αναρτήσει στον ινσταγκραμικό λογαριασμό της δήλωση που αναφερόταν στη μακροχρόνια ασθένεια που παρέλειψε να προσδιορίσει ο εκπρόσωπός της: «Τα νεφρά μου είναι θύματα της δικής μου άρνησης της πραγματικότητας. Εθεσα τον εαυτό μου σε μεγάλο κίνδυνο γιατί δεν αντιμετώπισα ως όφειλα την υψηλή αρτηριακή μου πίεση με καθημερινή, διά βίου, φαρμακευτική αγωγή. Για πολύ καιρό πίστευα ότι το σώμα μου είναι ένα ανέγγιχτο και άφθαρτο προπύργιο». Νεφρική ανεπάρκεια, λοιπόν.

Οχι, η Τίνα Τέρνερ δεν ήταν άφθαρτη τελικά, παρότι στη ζωή της κατάφερε αρκετές φορές να αναδυθεί από τις στάχτες της σαν τον φοίνικα. Τόσο στις συνεντεύξεις της όσο και στις αυτοβιογραφίες της («I, Tina: My Life Story», 1986 και «My love story», 2019), είχε αναφερθεί εκτενώς στα δύσκολα παιδικά χρόνια της και στην αίσθηση ότι οι γονείς της ποτέ δεν τη θέλησαν και ποτέ δεν την αγάπησαν, τότε που ακόμα λεγόταν Αννα Μέι Μπούλοκ. Και φυσικά είχε αφιερώσει σελίδες και σελίδες στη σχέση της με τον Αϊκ Τέρνερ, το άλλο μισό του εκρηκτικού ντουέτου Ike and Tina Turner στα 60s και στα 70s, όπου εκείνος έγραφε τα τραγούδια κι εκείνη τα απογείωνε με τη συγκλονιστική φωνή της και την αστείρευτη, σχεδόν ζωώδη, ενέργειά της πάνω στη σκηνή. Ο ίδιος Αϊκ που μπήκε στη ζωή της σαν σανίδα σωτηρίας και ως διέξοδος από τη φτώχεια και την αφάνεια.

«Οταν γνώρισα τον Αϊκ, είχα δύο επιλογές. Ή να συνεχίσω να δουλεύω ως νοσηλεύτρια χωρίς αυτόν ή να μείνω μαζί του και να τραγουδάω. Κι εγώ ήθελα να τραγουδάω», είχε αναφέρει η ίδια. Ο Αϊκ, όμως, ως σύζυγος ήταν καταπιεστικός και άκρως κακοποιητικός, αλλά εκείνη υπέμενε τις βίαιες εξάρσεις του κρεμασμένη από τη σκέψη ότι κάποτε τον είχε ερωτευτεί πολύ.

Η Τίνα Τέρνερ τόλμησε τελικά να αφήσει πίσω αυτή τη σανίδα, που πλέον δεν μπορούσε να τη σώσει, αλλά την τραβούσε κάθε μέρα όλο και πιο βαθιά στον πάτο. Ηταν Ιούλιος του 1976, όταν μετά από έναν ακόμα καβγά που θα κατέληγε σε έναν ακόμα ξυλοδαρμό, εκείνη έφυγε νύχτα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου τους στο Ντάλας, όπου είχαν πάει για ένα live. Είχε μόνο 38 σεντς στην τσέπη.

Εγκατέλειπε έναν δυστυχισμένο γάμο, αλλά και μια λαμπρή καριέρα, γιατί το ντουέτο τους ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα της εποχής, είχε βραβευτεί με Grammy και είχε αποκτήσει το δικό του αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας. Τίποτα από αυτά δεν την ενδιέφερε πια. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ανακτήσει την αξιοπρέπειά της και να πάρει τη ζωή της επιτέλους στα χέρια της.

Η επιτυχία στη σόλο καριέρα της δεν ήρθε αμέσως βέβαια. Κανένας δεν περίμενε ότι θα επανακάμψει. Μάλλον για καμένο χαρτί την είχαν πια. Τι ήταν η Τίνα χωρίς τον Αϊκ; Για τους περισσότερους ήταν απλώς μια γυναίκα στα 40 της, που είχε γνωρίσει τον θρίαμβο ως το μισό ενός ντουέτου και τώρα μόνη της έβγαζε το ψωμί της σε μικρές σκηνές και αίθουσες ξενοδοχείων. Σχεδόν ξεπεσμένη, σχεδόν ξεχασμένη. Μέχρι που ήρθε το άλμπουμ «Private Dancer», το 1984, και ο κόσμος ανακάλυψε για άλλη μία φορά την Τίνα Τέρνερ. Και την αποθέωσε.

Την αποκάλεσαν «γιαγιά της ροκ» γιατί τότε στα 80s, αλλά και στις επόμενες δεκαετίες όπου εκείνη μεγαλούργησε, ήταν πολύ μεγάλη για ένα νέο ξεκίνημα. Σκασίλα της. Η Τέρνερ, ακόμα και στα 70 της, στο τελευταίο κονσέρτο που έδωσε στο Σέφιλντ της Μεγάλης Βρετανίας, το 2009 αλώνιζε τη σκηνή σαν 20χρονο κοριτσάκι. Αγέραστη, αεικίνητη, εκρηκτική, αδάμαστη, να ξεχειλίζει από αδρεναλίνη, έτσι ακριβώς όπως όταν πρωτοβγήκε στη σκηνή μαζί με τον Αϊκ, το 1957, και λανσάρισε τη σκηνική περσόνα της: μια μείξη από τη Ζίνα, τη βασίλισσα της ζούγκλας, και τη Νιόκα, το κορίτσι από τη ζούγκλα, και οι δύο ηρωίδες κόμικ, πανέμορφες και άγριες, όπως ήθελε να είναι η Τίνα.

Την αποκαλούσαν και «βασίλισσα του rock ’n’ roll», γιατί αυτό ακριβώς ήταν. Αδιαφιλονίκητη και μεγαλειώδης, με έναν θρόνο στον οποίο δεν κάθισε ποτέ για να ξεκουραστεί, απλώς υπήρχε εκεί πίσω στο φόντο της σκηνής, να στέκεται αδιόρατα, ενώ εκείνη τίναζε τις υπέροχες γάμπες της και βρυχόταν στο μικρόφωνο τα τραγούδια που αφήνει πίσω της: «Proud Mary», «Private Dancer», «What’s love got to do with it», «We don’t need another hero», «Simply the best» και τόσα άλλα.

Ναι, η Τίνα Τέρνερ ήταν η καλύτερη. Η σόλο καριέρα της έχει βραβευτεί με 12 Grammy, εκ των οποίων το τελευταίο ήταν τιμητικό για τη συνολική μουσική προσφορά της, το 1993. Το 1988, βρήκε τη θέση της στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες για «το πιο ακριβοπληρωμένο κονσέρτο σόλο καλλιτέχνη», γιατί είχε τραγουδήσει μπροστά σε σχεδόν 180.000 θεατές, στο Μαρακανά του Ρίο ντε Τζανέιρο. Για να μη μακρηγορούμε, τα βραβεία και οι τιμητικές διακρίσεις που έχει λάβει είναι αμέτρητα, καθένα και μία ακόμα δικαίωση για το τσαγανό και το κουράγιο της, μία ακόμα υπόκλιση στο απίστευτο ταλέντο της.

Η ζωή της ή έστω ένα μέρος της έχει αποτυπωθεί στον κινηματογράφο στην ταινία «What’s love got to with it», όπου την ενσάρκωσε υποδειγματικά η Αντζελα Μπάσετ το 1993, στο θεατρικό μιούζικαλ «Tina» το 2018, αλλά και στο ντοκιμαντέρ «Tina» το 2021. Εχει και η ίδια βέβαια πειραματιστεί ως ηθοποιός στο κινηματογραφικό μιούζικαλ «Tommy» (1975), και στις ταινίες «Mad Max: Απόδραση από το Βασίλειο του Κεραυνού» (1985) και «Ο Τελευταίος μεγάλος ήρωας» (1993), απλώς για να αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί κι εκτός μουσικής σκηνής. Η Τίνα Τέρνερ, άλλωστε, μπορούσε να σταθεί παντού.

Τα τελευταία χρόνια ζούσε στην Ελβετία, τη χώρα που αγάπησε τόσο πολύ ώστε αποφάσισε να ανταλλάξει την αμερικανική υπηκοότητά της με την ελβετική, με τον δεύτερο σύζυγό της Εργουιν Μπαχ, τον μακροχρόνια επιστήθιο φίλο της που τελικά παντρεύτηκε το 2013. Η νεφρική ανεπάρκεια δεν ήταν η μοναδική ασθένεια που την ταλάνισε. Τα προηγούμενα χρόνια είχε πάθει ανακοπή και είχε νοσήσει από καρκίνο του εντέρου. Επιβίωσε από όλα, ακόμα και από τους θανάτους των δύο γιων της: ο Κρεγκ αυτοκτόνησε το 2018, στα 58 του, και ο Ρον απεβίωσε τον περασμένο Δεκέμβριο στα 62 του. Η Τίνα Τέρνερ είχε καταφέρει να βρει την εσωτερική ηρεμία με τη βοήθεια του βουδισμού και είχε μετατρέψει όσα δεινά τής συνέβησαν σε μαθήματα ζωής. Το ενστάλαγμα της σοφίας της το έκανε ένα ακόμα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2020 με τίτλο «Happiness becomes you».

Η «βασίλισσα» έφυγε στα 83 της, όχι ακριβώς πλήρης ημερών σύμφωνα με το σύγχρονο προσδόκιμο ζωής, αλλά σίγουρα χορτασμένη από επιτυχία και αναγνώριση. Εφυγε όρθια, όπως ήθελε να τη θυμόμαστε όλοι. Με τα grande μαλλιά της και το τεράστιο χαμόγελό της να χορεύει σαν άγρια λέαινα πάνω στη σκηνή. Θα την αποχαιρετήσουμε με τη φράση που χρησιμοποίησε η Ναόμι Κάμπελ στο ιντερνετικό μνημόσυνό της στην Τίνα Τέρνερ: «Queen, Rest in Power» (βασίλισσα, αναπαύσου εν δυνάμει).

 

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: getty images/ideal image