Είναι ήδη είδηση που έχει κερδίσει μεγάλη προσοχή στα διεθνή ΜΜΕ, το ότι από χθες (8.10.2024), η Κίνα αποφάσισε να βάλει δασμούς στα ευρωπαϊκά κονιάκ και μπράντι.
Μοιάζει αστείο να μιλάει κανείς για εμπορικό πόλεμο επειδή μία χώρα έβαλε δασμούς στο εισαγόμενο μπράντι (!), αλλά δεν είναι καθόλου αστείο.
Και αυτό γιατί από χθες στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ και Κίνας ισχύει ο νέος κανόνας: για κάθε δασμό της ΕΕ η Κίνα θα απαντάει με ένα δασμό σε ευρωπαϊκό προϊόν.
Ήδη οι σχετικές ανακοινώσεις αναφέρονται σε επικείμενους δασμούς σε χοιρινό κρέας και γαλακτοκομικά από την ΕΕ, σαν το επόμενο βήμα. Πρόκειται για κινήσεις της Κίνας που απαντούν στην προχθεσινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) να εισάγει δασμούς που μπορούν να φτάσουν έως και το 45% στα κινέζικα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ακολουθώντας ή να το πούμε διαφορετικά «υιοθετώντας», την αμερικανική γραμμή των μεγάλων (100%) δασμών στα ηλεκτρικά κινέζικα αυτοκίνητα.
Η απόφαση της ΕΕ δεν ήταν ομόφωνη. Η Γερμανία, η Ισπανία και άλλες 3 χώρες ψήφισαν κατά, αλλά η απόφαση πέρασε μόνο χάρη στην μεγάλη αποχή που υιοθέτησαν ως στάση πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης μαζί και η Ελλάδα.
Και μόνο το γεγονός ότι ήταν αντίθετη η Γερμανία η ισχυρότερη αυτοκινητοπαραγωγός χώρα της ΕΕ αλλά η απόφαση «πέρασε», είναι ενδεικτικό των αλλαγών στις εσωτερικές ισορροπίες ισχύος που έχουν διαμορφωθεί μετά τις Ευρωεκλογές και την νέα σύνθεση της Κομισιόν στην ΕΕ.
Γιατί οι δασμοί από την Κίνα «χτύπησαν» κατά βάση τα γαλλικά προϊόντα (μπράντι και κονιάκ); Γιατί η Γαλλία του Μακρόν ήταν επικεφαλής της κίνησης για την τελική επιβολή των υψηλών δασμών στα κινέζικα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Το ερώτημα όμως που δημιουργείται είναι αν η Ε.Ε. είναι σε θέση να ακολουθήσει τις ΗΠΑ σ’ αυτή την μετωπική εμπορική ρήξη με την Κίνα;
Και η εύκολη απάντηση είναι ένα μεγάλο και ηχηρό όχι.
Άλλωστε η ανάλογη στάση -που διατηρείται μέχρι και σήμερα- απέναντι στην Ρωσία έχει ήδη δείξει τι αποτελέσματα μπορεί να φέρει.
Η ΕΕ και το ευρώ είχαν στηριχθεί σε τρείς βασικούς πυλώνες για την ισχυροποίησή τους τις προηγούμενες δεκαετίες και κυρίως μετά το 1989: την φθηνή ενέργεια από την Ρωσία, την φθηνή εργασία από την Κίνα και την ανοικτή αγορά για τα ευρωπαϊκά προϊόντα στις ΗΠΑ.
Κυρίως όμως είχε στηριχθεί στην απρόσκοπτη πρόσβαση στις διεθνείς αλυσίδες τροφοδοσίας πρώτων υλών, αλλά και διοχέτευσης των εξαγωγών της.
Σήμερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία έχει χάσει την φθηνή ενέργεια από την Ρωσία (πληρώνει το φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ πέντε φορές ακριβότερα από ότι το πληρώνουν οι Αμερικανοί βιομήχανοι και δύο φορές ακριβότερα την μεγαβατώρα).
Έχει αρχίσει να χάνει την ελεύθερη πρόσβαση στην φθηνή παραγωγή στην Κίνα εμπλεκόμενη στο μέτωπο αντιπαράθεσης μαζί της ακολουθώντας την γραμμή της Ουάσιγκτον, ενώ παράλληλα έχει δυσκολέψει με τις νέες εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συμφωνίες η πρόσβαση στις αγορές των ΗΠΑ.
Και βέβαια λόγω των γεωπολιτικών αναταραχών στις οποίες εμπλέκεται άμεσα, έχουν υψωθεί μεγάλα εμπόδια οικονομικά και πρόσβασης, στις αλυσίδες τροφοδοσίας πρώτων υλών.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον και με την Κίνα να έχει πάρει τα ηνία στην παραγωγή ηλεκτρικών μεταφορικών μέσων τόσο από την ΕΕ όσο και από τις ΗΠΑ, η επιλογή να ανοίξει εμπορικό μέτωπο με την Κίνα μοιάζει κάπως με διάθεση οικονομικής αυτοκτονίας…
Και να σκεφτεί κανείς ότι το Πεκίνο πριν από μήνες είχε αποφασίσει να αποσύρει την πρόθεσή του να βάλει δασμούς στο γαλλικό κονιάκ, σαν ένδειξη καλών προθέσεων ενόψει των συζητήσεων της Κομισιόν -με την προηγούμενη σύνθεση- για τους δασμούς στα κινέζικα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Ενδεικτική της αυτοκτονικής διάθεσης που φαίνεται να επικρατεί στην γραμμή Φον ντερ Λάιεν είναι η υπενθύμιση ότι η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία -και κυρίως η γερμανική- στηρίζεται κατά βάση στις κινεζικές μπαταρίες αυτοκινήτων που ως γνωστόν είναι το σημαντικότερο στοιχείο για την λειτουργία των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Η μοναδική «λογική» εξήγηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς στην επιμονή ΗΠΑ και Γαλλίας για τους δασμούς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που προέρχονται από την Κίνα, είναι να επιτευχθεί η «συντριβή» της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, που παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να επεκτείνεται στην Κίνα.
Αλλά αυτό μας λέει άλλα πράγματα για το μέλλον της ΕΕ και του ευρώ…
ΠΗΓΗ newsit.gr