Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της Ενωσης της Μέρκελ, «η υπερβολική ηθικολογική συζήτηση περί του κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου θα πρέπει επειγόντως να γίνει πιο ουσιαστική» και να περάσει στη σφαίρα των οικονομικών και νομικών επιχειρημάτων. Κατά τους οικονομικούς επιτελείς του κυβερνώντος κόμματος «τα κορονο-ομόλογα ή τα ευρω-ομόλογα με κοινή ανάληψη ευθύνης θα κατέληγαν σε μερική αποδυνάμωση του γερμανικού ομοσπονδιακού ομολόγου.
Σκληρή μάχη και για το τελευταίο ευρώ που θα δοθεί από τα γερμανικά ταμεία στην Ε.Ε. για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την επιδημία του κορονοϊού, έχει ξεκινήσει η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ, όχι μόνον στην Ευρώπη αλλά και στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Ενα ενημερωτικό έγγραφο, που συντάχθηκε από την οικονομική επιτροπή της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών για τους βουλευτές της Ενωσης CDU/CSU προκειμένου να αντλήσουν επιχειρήματα κατά της έκδοσης κορονο-ομολόγου και κάθε άλλης πρότασης αμοιβαιοποίησης των χρεών στην ευρωζώνη και την Ενωση των 27, αποτυπώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πολιτική του Βερολίνου.
Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της Ενωσης της Μέρκελ, «η υπερβολική ηθικολογική συζήτηση περί του κοινού ευρωπαϊκού ομολόγου θα πρέπει επειγόντως να γίνει πιο ουσιαστική» και να περάσει στη σφαίρα των οικονομικών και νομικών επιχειρημάτων.
Κατά τους οικονομικούς επιτελείς του κυβερνώντος κόμματος «τα κορονο-ομόλογα ή τα ευρω-ομόλογα με κοινή ανάληψη ευθύνης θα κατέληγαν σε μερική αποδυνάμωση του γερμανικού ομοσπονδιακού ομολόγου και, επομένως, σε παραβίαση της δημοκρατικής αρχής στη Γερμανία» – με άλλα λόγια, η Γερμανία θα επωμιζόταν υποχρεώσεις για άλλα κράτη, με την Ομοσπονδιακή Βουλή και κατ’ επέκταση τους Γερμανούς ψηφοφόρους να μην έχουν αποφασιστικό λόγο μετά την ανάληψη του κινδύνου.
«Αλλα κράτη θα αποφάσιζαν σε αυτήν την περίπτωση για λογαριασμό των Γερμανών φορολογουμένων», σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των βουλευτών της Ενωσης CDU/CSU. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Οι χώρες που πλήττονται περισσότερο από την επιδημία και τις επιπτώσεις της θα πρέπει να λάβουν αμέσως βοήθεια, χωρίς μακρές διαπραγματεύσεις που να οδηγούσαν σε νομικά προβλήματα και θα δημιουργούσαν ζήτημα αλλαγής των Συνθηκών της Ε.Ε.
Επιπλέον, τονίζεται πως η αυτονομία του γερμανικού προϋπολογισμού είναι κατοχυρωμένη στον Βασικό Νόμο και τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Πιέσεις για νέο εργαλείο
Με τα επιχειρήματα αυτά οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές θέλουν να απαντήσουν, όπως επισημαίνει η FAZ, στις μεγάλες πιέσεις που δέχονται στο εσωτερικό από τα οικονομικά ινστιτούτα για τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού εργαλείου που θα βοηθήσει στην οικονομική ανάκαμψη όλων των χωρών της ευρωζώνης και της Ε.Ε., πέραν της χρήσης αυτών που είχε αποφασίσει το Eurogroup (ESM, ΕΤΕπ και SURE), που είναι κατά βάση δανειοδοτικά προγράμματα.
Με τους περιορισμούς που προαναφέρει το οικονομικό επιτελείο της Ενωσης CDU/CSU, το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσει να υπερβεί το υπό συζήτηση Ταμείο Ανασυγκρότησης τη γραμμή της δανειοδότησης και να υιοθετήσει την πολιτική των επιχορηγήσεων, που σημαίνει άμεσες ή έμμεσες χρηματοδοτικές μεταβιβάσεις. Υπέρ των μεταβιβάσεων έχουν ταχθεί οι οικονομολόγοι ακόμη και των πιο συντηρητικών ινστιτούτων, οι πρώην οικονομικοί υπουργοί και σύμβουλοι των προηγούμενων κυβερνήσεων Σρέντερ, οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Ζ. Γκάμπριελ από τους Σοσιαλδημοκράτες και Γ. Φίσερ από τους Πράσινους, καθώς και εν ενεργεία υψηλόβαθμα στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων.
Εκ πρώτης, η κυβέρνηση της Μέρκελ επιδιώκει να κλείσει το εσωτερικό μέτωπο, καθώς η συζήτηση γύρω από το κορονο-ομόλογο φαίνεται πως έχει διχάσει την κοινή γνώμη στη Γερμανία, παρά το γεγονός ότι η υγειονομική κρίση έχει δώσει πόντους στα κυβερνητικά κόμματα και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις το CDU με το CSU κινούνται πάνω από το 34%, ποσοστά που είχαν να δουν από την άνοιξη του 2018, ενώ το SPD βρίσκεται στο 16% και μπορεί να ονειρεύεται πως θα περάσει τους Πράσινους οι οποίοι υποχωρούν στο 20%, το δε ακροδεξιό AfD για πρώτη φορά αποτυπώνεται στο δημοσκοπικό χαμηλό 10%.
Παράλληλα η κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε τρόπο να περιορίσει τις πιέσεις που δέχεται στην Ε.Ε. Μετά την τηλεδιάσκεψη κορυφής των 27 της Ε.Ε., η καγκελάριος επανέλαβε ότι δεν τίθεται θέμα αμοιβαιοποίησης του χρέους, ενώ ως προς το Ταμείο Ανάκαμψης που θα επεξεργαστεί η Επιτροπή υπογράμμισε ότι πρώτα θα πρέπει να καθοριστεί ο σκοπός, μετά οι κλάδοι που έχουν χρηματοδοτικές ανάγκες και στη συνέχεια το ύψος των κεφαλαίων που θα διαθέσει το Ταμείο. Πέραν αυτών, θα χρειαστεί, όπως δήλωσε ο Σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών, Ο. Σολτς, και ένας οδικός χάρτης.
Στη συνέντευξή του στο T-online πρόσθεσε, επίσης, ότι «εάν θέλουμε να ενεργούμε από κοινού με το Ταμείο Ανάκαμψης, απαιτούνται περαιτέρω βήματα ολοκλήρωσης της Ε.Ε.», βάζοντας στο τραπέζι θέμα ενίσχυσης του ESM, προώθησης της Τραπεζικής Ενωσης αλλά και της Ενωσης Κεφαλαιαγορών.
Η γερμανική πρόταση παραπέμπει ουσιαστικά στην υπαγωγή του Ταμείου Ανασυγκρότησης υπό την ευθύνη του ESM, όπου οι όροι παροχής κονδυλίων συνδέονται με τη συμμετοχή κάθε χώρας, ενώ ως προς το ζήτημα της Τραπεζικής Ενοποίησης για να προχωρήσει η συζήτηση θα πρέπει προηγουμένως να ολοκληρωθούν σε κάθε χώρα τα επισφαλή δάνεια (στο τέλος του 2019 υπολογίζονταν συνολικά σε 500 δισ. ευρώ από 1 τρισ. που ήταν το 2018). Ενιαία Badbank υπό την ευθύνη της ΕΚΤ δεν τίθεται για την Bundesbank.
Το θέμα της Ενωσης Κεφαλαιαγορών, τέλος, διχάζει τα δυο μπλοκ που έχουν διαμορφωθεί ως προς την κρίση του κορονοϊού, καθώς από το μπλοκ των 9 του ομολόγου διαφωνούν η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο και από το μπλοκ της σταθερότητας η Ολλανδία και η Δανία.
Παράταση κακοφωνίας
Οσο περισσότερο ανοίγει η ατζέντα τόσο απομακρύνεται ο χρόνος λήψης των αποφάσεων για την Ανάκαμψη της Ευρώπης (και της έγκρισης του Προϋπολογισμού 2021-2027, με τον οποίο έχει συνδεθεί το νέο Ταμείο), με τον υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, Χ. Μάας, να προεξοφλεί πως η γερμανική προεδρία της Ε.Ε. θα είναι αφιερωμένη στις επιπτώσεις του κορονοϊού.
Πλην όμως, όπως επισημαίνουν σε κοινό άρθρο τους στη Handelsblatt η εκπρόσωπος των Γερμανών Πρασίνων για τα ευρωπαϊκά θέματα Φραντσίσκα Μπράντνερ και ο Γάλλος οικονομολόγος Ελι Κοέν σύμβουλος του προέδρου Εμ. Μακρόν, η διαμάχη στην Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση δεν πρέπει να συνεχιστεί, επισημαίνοντας ότι μπορεί να οδηγήσει στη ρήξη Γαλλίας-Γερμανίας.
Κατ’ ουσίαν, οι διαφορές για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων του κορονοϊού είναι οι παλιές διαφορές ανάμεσα στο Παρίσι και το Βερολίνο για τη δημοσιονομική πολιτική, τονίζεται στο άρθρο και διατυπώνεται η έκκληση προς Μέρκελ και Μακρόν να μιλήσουν με κοινή φωνή, ειδάλλως δεν πρόκειται να τερματιστεί η κακοφωνία στην Ε.Ε.