Στις 28 Οκτωβρίου 1922, ο Μπενίτο Μουσολίνι και οι φασιστικές του ομάδες πραγματοποίησαν την περιώνυμη «Πορεία προς τη Ρώμη». Το γεγονός αυτό – ένα είδος «ψευδοπραξικοπήματος» όπως χαρακτηρίστηκε μεταγενέστερα – έμεινε στην ιστορία ως ο τρόπος με τον οποίο ο Μουσολίνι ανήλθε στην εξουσία.
Επί τρεις ημέρες (27–29 Οκτωβρίου 1922) οι μελανοχίτωνες συγκεντρώνονταν έξω από τη Ρώμη, ασκώντας πίεση στην τότε εύθραυστη ιταλική κυβέρνηση.

Έτσι, ο Μουσολίνι έγινε πρωθυπουργός και σταδιακά εδραίωσε το καθεστώς του: αρχικά κυβέρνησε με κοινοβουλευτικό μανδύα, αλλά ως το τέλος του 1926 είχε καταλύσει κάθε δημοκρατική ελευθερία, επιβάλλοντας μονοκομματική δικτατορία που θα διαρκούσε μέχρι το 1943. Η 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε στη φασιστική Ιταλία ως επετειακή ημέρα-σύμβολο της “Marcia su Roma” – της Πορείας προς τη Ρώμη – δηλαδή ως γενέθλιος ημέρα του φασιστικού καθεστώτος.
Η ειρωνεία της Ιστορίας
Η επιλογή του Μουσολίνι να επιτεθεί την 28η Οκτωβρίου – ημέρα-ορόσημο για τον ιταλικό φασισμό – με σκοπό να υπενθυμίσει θριαμβευτικά την ισχύ του καθεστώτος του, κατέληξε σε μπούμερανγκ.
Το ίδιο βράδυ της εισβολής, ο δικτάτορας συναντήθηκε με τον Χίτλερ στη Φλωρεντία για να ανακοινώσει «με καμάρι» ότι ξεκίνησε πόλεμο κατά της Ελλάδας. Ωστόσο, αντί για μια νέα λαμπρή νίκη, η εκστρατεία σηματοδότησε την αρχή της πτώσης του φασισμού.

Όπως έγραψε γλαφυρά ένας ιστορικός, «οι φασιστικές φιλοδοξίες βούλιαξαν μέσα στο χιόνι της Πίνδου, και η “πορεία προς τη δόξα” μετατράπηκε σε πορεία προς την ήττα». Η ημερομηνία-σύμβολο του φασιστικού καθεστώτος έγινε τελικά επέτειος της αποτυχίας του.
Η επίθεση στην Ελλάδα και το φιάσκο του «κεραυνοβόλου πολέμου»
Η απάντηση του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά ήταν αρνητική με το «Λοιπόν έχουμε πόλεμο» και συνοψίστηκε στο ιστορικό «ΌΧΙ» που εξέφραζε τη βούληση όλων των Ελλήνων για μη παράδοση.
Χωρίς καθυστέρηση, από τις 5:30 το πρωί οι ιταλικές μεραρχίες που στάθμευαν στην Αλβανία εξαπέλυσαν επίθεση κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ο Μουσολίνι είχε συγκεντρώσει περίπου 135.000 στρατιώτες απέναντι σε μόλις 35.000 επιστρατευμένους Έλληνες τις πρώτες μέρες της σύρραξης.
Η φασιστική ηγεσία και ο τύπος στην Ρώμη παρουσιάζαν την εκστρατεία ως έναν περίπατο: μιλούσαν για μια εύκολη και κεραυνοβόλα νίκη που θα ολοκληρωνόταν μέσα σε 3 ημέρες. Την παραμονή της εισβολής, οι ιταλικές εφημερίδες μάλιστα πανηγύριζαν την επερχόμενη επέκταση της «νέας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας». «Η Ιταλία σπάει τα δεσμά των Άγγλων στα Βαλκάνια» και «Η Ελλάδα θα δεχθεί τον ιταλικό πολιτισμό» ήταν μερικοί από τους θριαμβολογικούς τίτλους τους
Η πραγματικότητα, ωστόσο, διέψευσε πανηγυρικά τις φασιστικές προσδοκίες. Αντί για μια γρήγορη κατάρρευση, η Ελλάδα πρόβαλε σθεναρή αντίσταση στα βουνά της Ηπείρου και της Πίνδου. Μέσα σε λίγες εβδομάδες η ιταλική προέλαση καθηλώθηκε. Ήδη από τις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση, αναγκάζοντας τις ιταλικές δυνάμεις σε υποχώρηση. Το αδύναμο, φτωχό αλλά αποφασισμένο ελληνικό έθνος όχι μόνο απέκρουσε την εισβολή, αλλά μέχρι τα τέλη του 1940 είχε προωθηθεί βαθιά σε αλβανικό έδαφος, απελευθερώνοντας σημαντικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου (όπως την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και την Χειμάρρα). Η αιφνιδιαστική αυτή επιτυχία των Ελλήνων αποτέλεσε την πρώτη ήττα του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – την πρώτη συμμαχική νίκη που ανύψωσε το ηθικό των λαών της Ευρώπης.
Ο ίδιος ο Μουσολίνι, αντί να πανηγυρίσει μια εύκολη νίκη, βρέθηκε σε δύσκολη θέση: η στρατιωτική του επιχείρηση είχε εξελιχθεί σε φιάσκο. Τον Μάρτιο του 1941 οι Ιταλοί πραγματοποίησαν μια ύστατη μεγάλη επίθεση (την επονομαζόμενη «Εαρινή Επίθεση») για να αντιστρέψουν την κατάσταση, όμως απέτυχαν και πάλι. Τελικά, χρειάστηκε η επέμβαση της ναζιστικής Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 για να καμφθεί η ελληνική αντίσταση και να κατακτηθεί η Ελλάδα – μια εξέλιξη που, ωστόσο, πιστοποίησε ότι ο Μουσολίνι δεν μπορούσε να νικήσει μόνος του τον μικρό αντίπαλο που είχε αρχικά περιφρονήσει.

